πτερότης

πτερότης
πτερότης, ητος, ,
A wingedness, Arist.PA642b27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πτερότης — wingedness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερότης — ητος, ἡ, Α [πτερόν] η ιδιότητα τού φτερωτού, το να έχει κανείς φτερά …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”